- προπαγης
- προπαγήςπρο-πᾰγής2выдающийся вперед, выпученный, на выкате
(ὀφθαλμοί Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὀφθαλμοί Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προπαγής — ές, Α αυτός που είναι στερεωμένος μπροστά, που προεξέχει («ὀφθαλμοὶ προπαγεῑς πολὺ τοῡ κέρατος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παγής (< πήγνυμι «στερεώνω, μπήγω»), πρβλ. συμ παγής, εφόσον δεν πρόκειται, όπως μερικοί υποστηρίζουν, για εσφ.… … Dictionary of Greek